Το Σάββατο 24 Απριλίου ο Λεωνίδας Χαλκιόπουλος πέρασε στην αιωνιότητα. Είμαστε τυχεροί όσοι τον γνωρίσαμε. Από παιδί μέχρι τα τώρα υπήρξα μαγεμένος και γοητευμένος μαζί του. Θεωρώ πως ήταν ο μέντοράς μου.
Τον θυμάμαι στο χωριό μας τα Μέταλλα όταν, παιδιά ακόμα εμείς κι αυτός νέος γιατρός, μαζευόμασταν γύρω του και μας διηγούνταν αυτοσχέδιους μύθους με τον Γερόλυκο, ένα φανταστικό ανθρωπόμορφο θηρίο, σκληρό μεν αλλά δίκαιο και με τον ατρόμητο βοσκό Κατσόλη που πάλευε ακόμα και με αρκούδες. Πολλές φορές μας έβρισκε η νύχτα καθισμένους εκεί στα πεζούλια του σχολείου να ακούμε μαγεμένοι τις αστείρευτες ιστορίες του, παραμύθια δίχως τέλος.
Χρόνια μετά, στο Πικαντίλι, μαγεμένοι από τη μοναδική ρητορική του δεινότητα, τον ακούγαμε να μας μιλά για την ιστορία της Ελλάδας, την πολιτική, τη δημοκρατία, την αριστερά και να κάνει πολιτικές αναλύσεις ασύλληπτης ευφυΐας.
Αγωνιστής στον πρώτο Ανένδοτο μετά τις εκλογές της βίας και νοθείας του 1961, του 1-1-4 (φωτογραφία του από διαδήλωση φιλοξενήθηκε σε πρωτοσέλιδο της Le Μonte του Παρισιού) τον δεύτερο Ανένδοτο μετά το Ιουλιανό βασιλικό πραξικόπημα του 1965 και την αποστασία, συνοδοιπόρος του Απόστολου Κακλαμάνη του Νίκου Κωνσταντόπουλου του Στάθη Παναγούλη του Ντίνου Τριαρίδη του Βίκτωρα Νέτα και άλλων αγωνιστών της εποχής οι οποίοι κατά καιρούς έχουν δηλώσει «θαυμαστές» του.
Βιβλιοφάγος, καταβρόχθιζε και αφομοίωνε με απίστευτη ταχύτητα τη γνώση, με μια ιδιαίτερη αδυναμία στους κλασικούς του μαρξισμού μπροστά στους οποίους έστεκε με δέος αλλά και με κριτική διάθεση.
Ασκούσε πάντα κριτική στην εξουσία, καυτηρίαζε τον τυχοδιωκτισμό, άνοιγε δρόμους στις σκέψεις μας. Δεν χωρούσε σε κόμματα. Ανεξάρτητος, παρορμητικός, θυελλώδης, ρομαντικός, παθιασμένος καταβρόχθιζε τη ζωή.
Οι ιστορίες της προσωπικής του ζωής, που είμαι σίγουρος πως θα ταξιδέψουν για πολύ ακόμα στο διάβα του χρόνου, μπορούν να αποτελέσουν υλικό για την συγγραφή πολλών βιβλίων.
Δεν πιστεύω πως υπάρχει «άλλη ζωή». Αλλά αν υπάρχει είμαι σίγουρος πως τώρα κάθετε εκεί ψηλά, σαν άρχοντας, παρέα με τους σοφούς του κόσμου, αυτούς που τόσο αγάπησε, και ως θεατής πια, αναλύει τις εξελίξεις.
Μιχάλης Πισκιούλης